- ὑποσυγκεχυμέναι
- ὑποσυγχέωconfuseperf part mp fem nom/voc plὑποσυγκεχυμένᾱͅ , ὑποσυγχέωconfuseperf part mp fem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσυγχέω — Α [συγχέω] συγχέω κάπως («ὑποσυγκεχυμέναι φωναί», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek